διαβᾶσα

διαβᾶσα
διαβαίνω
stride
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διάβασα — διά̱βᾱσα , διά ἀβάω attain aor ind act 1st sg (doric aeolic) διά βάζω speak aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάζω — διάβασα, διαβάστηκα, διαβασμένος 1. γνωρίζω ανάγνωση: Έμαθε να διαβάζει στο δημοτικό. 2. μελετώ με προσεχτική ανάγνωση: Χρειάζεται πολύ διάβασμα, για να περάσει κανείς στο πανεπιστήμιο. 3. βοηθώ κάποιον να εμπεδώσει αυτό που διαβάζει, τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Apherese (linguistique) — Aphérèse (linguistique) Pour les articles homonymes, voir Aphérèse. En linguistique, l aphérèse (du grec ἀφαίρεσις aphaíresis, « ablation ») est une modification phonétique impliquant la perte d un ou plusieurs phonèmes au début d un… …   Wikipédia en Français

  • Aphérèse (Linguistique) — Pour les articles homonymes, voir Aphérèse. En linguistique, l aphérèse (du grec ἀφαίρεσις aphaíresis, « ablation ») est une modification phonétique impliquant la perte d un ou plusieurs phonèmes au début d un mot. L aphérèse est un… …   Wikipédia en Français

  • Aphérèse (linguistique) — Pour les articles homonymes, voir Aphérèse. En linguistique, l aphérèse (du grec ἀφαίρεσις aphaíresis, « ablation ») est une modification phonétique impliquant la perte d un ou plusieurs phonèmes au début d un mot. L aphérèse est un… …   Wikipédia en Français

  • Alexía Rotsidu — Αλεξία Ροτσίδου Alexía Rotsidu Nacimiento 12 de abril de 1966 Limassol ( …   Wikipedia Español

  • επιτροχάδην — (AM ἐπιτροχάδην) [τροχάδην] επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην …   Dictionary of Greek

  • οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …   Dictionary of Greek

  • διαβάζω — διαβάζω, διάβασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλογραμμένος — η, ο αυτός που έχει γραφτεί καλά: Διάβασα ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”